κυοφορήσει

κυοφορήσει
κυοφόρησις
pregnancy
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κυοφορήσεϊ , κυοφόρησις
pregnancy
fem dat sg (epic)
κυοφόρησις
pregnancy
fem dat sg (attic ionic)
κυοφορέω
to be with young
aor subj act 3rd sg (epic)
κυοφορέω
to be with young
fut ind mid 2nd sg
κυοφορέω
to be with young
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακυοφόρητος — η, ο [κυοφορώ] 1. αυτός που δεν κυοφορήθηκε, δεν συνελήφθη στην κοιλιά τής μητέρας 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν κυοφόρησε ή δεν μπορεί να κυοφορήσει, στείρα, άγονη 3. απρομελέτητος, απροσχεδίαστος …   Dictionary of Greek

  • ασύλληπτος — η, ο (AM ἀσύλληπτος, ον) μσν. νεοελλ. (για καταδιωκόμενο) που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συλληφθεί νεοελλ. 1. ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος 2. λεπτοφυής, υπερβολικά λεπτός, αόρατος αρχ. (για γυναίκα) που δεν μπορεί να συλλάβει ή να κυοφορήσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”